ἀμφορεύς

From LSJ
Revision as of 16:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορεύς Medium diacritics: ἀμφορεύς Low diacritics: αμφορεύς Capitals: ΑΜΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: amphoreús Transliteration B: amphoreus Transliteration C: amforeys Beta Code: a)mforeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ: acc.

   A ἀμφορέα Ar.Fr.299: dual ἀμφορῆ Telecl.2 D.: pl. ἀμφορῆς Ar.Nu.1203:—jar with narrow neck (στενόστομον τὸ τεῦχος Id.Fr. 108), Hdt.4.163, Ar.Nu.1203, etc.; used for various purposes, esp. for keeping wine in, Pl.807, Fr.299; or milk, E.Cyc.327; for pickles, X. An.5.4.28.    2 ornament in shape of vase, ὅρμος -έων IG11(2).161B 38 (Delos, iii B.C.), cf. SIG2588.199 (ib., ii B.C.).    II liquid measure, = μετρητής (Philyll.7, Moer.45, etc.), 1 1/2 Roman amphorae or nearly 9 gallons, Hdt.1.51, IG3.38, D.43.8, etc. (Shortened form of ἀμφιφορεύς, q.v., from having two handles.)

German (Pape)

[Seite 146] έως, ὁ, abgekürzte Form von ἀμφιφορεύς, 1) Gefäß mit zwei Henkeln, bes. zu Wein, Ar. Plut. 807; vgl. Nub. 1185 ἀμφορῆς νενησμένοι. vollgepfropfte u. desh. unbehülfliche Krüge, Wolf vgl. Theekessel; zu Milch, Eur. Cycl. 326; zum Einpökeln des Fleisches, Xen. An. 5, 4, 28. Bei Soph. frg. 303 Todtenurne. – 2) ein bestimmtes Maaß für Flüssigkeiten, Her. 1. 51. Nach Poll. 10, 70 = μετρητής, aber nach Moer. attische Form dafür, vgl. die römische amphora.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορεύς: έως, ὁ, αἰτ. ἀμφορέα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πληθ. ἀμφορῆς ὁ αὐτ. Νεφ. 1203: - εἶδος ὑδρίας μετὰ στενοῦ λαιμοῦ (στενόστομον τὸ τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 107, πρβλ. ἴσθμιον ΙΙΙ), Ἡρόδ. 4. 163, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, κτλ.· ἐν χρήσει διὰ διαφόρους σκοπούς, ἰδίως δὲ πρὸς ἐναπόθεσιν οἴνου καὶ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 808· ἢ ὕδατος, Εὐρ. Κύκλ. 327, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πρὸς ἐναπόθεσιν στέατος ἢ τεταριχευμένων ἰχθύων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ὡσαύτως κάλπη πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 303. ΙΙ. μέτρον ὑγρῶν = τῷ μετρητὴς (Φιλύλλ. ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Μοῖρ., κτλ.), ἰσούμενον 1 ½ Ρωμαϊκ. amphorae ἢ σχεδὸν 9 γαλλώνια, Ἡρόδ. 1. 51., Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 48 καὶ 53. Δημ., κτλ. (συντετμ. τύπος τοῦ ἀμφιφορεύς, ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε δύο λαβάς).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 amphore;
2 mesure de 6 conges (env. 20 l.) pour liquides.
Étymologie: p. ἀμφιφορεύς.

English (Slater)

ἀμφορεύς
   1 amphora ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Morfología: [du. ἀμφορῆ Telecl.21A; plu. ἀμφορῆς Ar.Nu.1203]
1 ánfora Pi.Fr.104b.4, Hdt.4.163, Th.4.115, Ar.l.c., Arist.Pr.938a9, Artem.1.74
usado para líquidos: vino, Ar.Pl.807, Fr.299, Alciphr.2.11, Milet 1(3).31 a 8 (IV a.C.)
leche, E.Cyc.327, Arist.HA 522a30
grano, Plu.2.697b
conserva, X.An.5.4.28
aceite, como premio en las Panateneas SEG 13.13.41-60 (Atenas V a.C.)
de pequeño tamaño como adorno ὅρμος ἀμφορέων IG 11(2).161 B.38 (Delos III a.C.).
2 medida de capacidad = 1 metreta = 39,395 l., Hdt.1.51, IG 22.1100.47, D.43.8.
3 Ἀμφορεύς sobrenombre del rodio Xenágoras a causa de su gula, Ael.VH 12.26, cf. ἀμφορά. • DMic.: a-po-re-we.

• Etimología: Cf. ἀμφιφορεύς.

Greek Monolingual

ἀμφορεύς (-έως), ο (Α)
βλ. αμφορέας.

Greek Monotonic

ἀμφορεύς: -έως, ὁ, αιτ. ἀμφορέα· πληθ. ἀμφορῆς· συγκεκ. αντί ἀμφιφορεύς,
I. αμφορέας, δοχείο, υδρία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. μετρητής υγρών = μετρητής = 1,5 του αμφορέα ή περίπου 9 γαλόνια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφορεύς: έως ὁ амфорей или амфора
1) большой сосуд с двумя ручками Her., Soph., Arph., Thuc., Xen., Plut.;
2) тж. μετρητής, мера жидкостей и сыпучих тел = ок. 40 литров Her., Dem.