γέλγις

From LSJ
Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλγις Medium diacritics: γέλγις Low diacritics: γέλγις Capitals: ΓΕΛΓΙΣ
Transliteration A: gélgis Transliteration B: gelgis Transliteration C: gelgis Beta Code: ge/lgis

English (LSJ)

ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.

   A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.

French (Bailly abrégé)

ιθος ou ιδος (ἡ) :
gousse d’ail.
Étymologie: DELG cf. ἄγλις, γαγγλίον.
Syn. σκελλίς.

Spanish (DGE)



• Alolema(s): γέργις Phot.γ 86

• Morfología: [plu. nom. γέλγιθες AP 6.232 (Crin.), Hsch., Sud., γέργιδες Phot.l.c.; ac. γέλγιθας Hp.Nat.Mul.77, pero γέλγεις Thphr.CP 1.4.5, HP 7.4.11, 12]
1 sg. y plu. cabeza de ajo Thphr.HP 7.4.12, Hdn.Gr.1.87, Hsch., Phot.γ 56 y l.c., Sud.
2 plu. dientes de ajo γέλγιθας ἑψεῖν Hp.Nat.Mul.l.c., πότιμοι γέλγιθες AP l.c., ἡ γ. διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις la cabeza de ajo se divide en dientes Thphr.HP 7.4.12, CP 1.4.5.

• Etimología: Forma c. red. expresiva *γελ-γλις de *gel-/gl- ‘redondo’, ‘hinchado’, cf. lat. galla ‘bugalla’, ai. gula- ‘bola’, etc.

Greek Monolingual

γέλγις (γεν. -ιος, -ιθος, -ιδος), η (Α)
1. ο βολβός του σκόρδου
2. πληθ. οι σκελίδες του σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός γέλ-γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. γαγγλίον και με μια ινδοευρ. ρίζα gel- «σφίγγω τη γροθιά»].

Greek Monotonic

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, σκελίδα σκόρδου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γέλγις: ῑθος, тж. ῑδος и ιος ἡ долька чеснока Anth.