διασκαλεύω
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
= sq., Plu.2.980e, Hsch.
A s.v. διαγλάψασ'.
German (Pape)
[Seite 602] durchhacken, Plut. de sol. anim. 31.
Greek (Liddell-Scott)
διασκᾰλεύω: τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 980Ε.
French (Bailly abrégé)
c. διασκάλλω.
Spanish (DGE)
escarbar τὰ λεπτὰ τῶν ἐνισχομένων τοῖς ὀδοῦσι σαρκῶν Plu.2.980e, cf. Hsch.s.u. διαγλάψας, Sud.s.u. διαψᾶν, οἱ φρεωρύχοι τὰς φλέβα, διασκαλεύοντες Chrys.M.50.617 (nota).
Russian (Dvoretsky)
διασκᾰλεύω: и διασκάλλω
1) выкапывать, выгребать, разгребать (τὸν ὄνθον Plut.);
2) выклевывать (τῷ ῥάμφει τι Plut.).