ἐγχάραγμα
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
German (Pape)
[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 carácter inciso, e.e., letra δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.
2 incisión, marca en el cuerpo, Sch.Lyc.780.
Greek Monolingual
το (AM ἐγχάραγμα)
νεοελλ.
εντομή, χαραματιά
αρχ.
(για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχάραγμα: ατος (χᾰ) τό овраг Polyb.