ἐπιτέρπομαι
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21),
A rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158 ; ἵπποις Pi.O.5.22 ; ἀγαθοῖς Thgn.1218 ; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204 ; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146 : c. inf., AP9.766 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.
English (Autenrieth)
take pleasure in, Od. 14.228†.
English (Slater)
ἐπῐτέρπομαι
1 delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)
Greek Monolingual
(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιτέρπομαι: Παθ., χαίρομαι ή αγαλλιάζω, ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτέρπομαι: (тж. ἐ. θυμόν HH) наслаждаться (τινι HH, Hes., Pind., Plut. и ποιεῖν τι Anth.): ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις погов. Hom. у всякого свой вкус.