καταβεβλημένως

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβεβλημένως Medium diacritics: καταβεβλημένως Low diacritics: καταβεβλημένως Capitals: ΚΑΤΑΒΕΒΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katabeblēménōs Transliteration B: katabeblēmenōs Transliteration C: katavevlimenos Beta Code: katabeblhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of καταβάλλω,

   A contemptibly, Isoc.15.305.

German (Pape)

[Seite 1339] weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

καταβεβλημένως: ἴδε καταβάλλω ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une façon commune, humblement.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβάλλω.

Greek Monolingual

καταβεβλημένως (Α)
επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. του καταβάλλω)].

Russian (Dvoretsky)

καταβεβλημένως: пошло, презренно (ζῆν Isocr.).