κοιλωπός

From LSJ
Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλωπός Medium diacritics: κοιλωπός Low diacritics: κοιλωπός Capitals: ΚΟΙΛΩΠΟΣ
Transliteration A: koilōpós Transliteration B: koilōpos Transliteration C: koilopos Beta Code: koilwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A hollow to look at: hollow, ἀγμός E.IT263.

German (Pape)

[Seite 1467] hohläugig, übh. hohl; ἁρμός Eur. I. T. 263.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλωπός: -όν, (ὤψ) κοῖλος φαινόμενος· κοῖλος, Εὐρ. Ι. Τ. 263.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui apparaît creux, de forme creuse.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.

Greek Monolingual

κοιλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που φαίνεται κοίλος
2. ο κοίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπός].

Greek Monotonic

κοιλωπός: -όν (ὤψ), βαθουλωτός στην όψη· κούφιος, κοίλος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλωπός -όν [κοῖλος, ὤψ] hol:. κοιλωπὸς ἀγμός holle rots Eur. IT 263.

Russian (Dvoretsky)

κοιλωπός: пустой, с пещерой внутри (ἀγμός Eur.).