κοτυληδών

From LSJ
Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυληδών Medium diacritics: κοτυληδών Low diacritics: κοτυληδών Capitals: ΚΟΤΥΛΗΔΩΝ
Transliteration A: kotylēdṓn Transliteration B: kotylēdōn Transliteration C: kotylidon Beta Code: kotulhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A any cup-shaped hollow or cavity:    1 in pl., suckers on the arms (πλεκτάναι) of the poulp or octopus, Od.5.433, in Ep. dat. πρὸς κοτυληδονόφιν, cf. Arist.HA524a2, PA685b3, Thphr.HP9.13.6, Ath.11.479b; also on the feet of the κάραβος, Arist.HA527a25: sg., Luc.Musc.Enc. 3.    2 in pl., cotyledons, foetal and uterine vascular connexious (in animals), Hp.Aph.5.45, Arist.GA745b33, al.: wrongly expld. as κοιλότητες . . ἐν αἷς τὴν ἀνατροφὴν τοῦ ἐμβρύου γίνεσθαι Diocl.Fr.27, cf. Gal.2.905.    3 = κοτύλη 2, socket of the hip-joint, Ar.V.1495, Arist. HA493a24, Milet.6.22 (iii B. C.).    4 hollow of a cup, Nic.Al. 626.    5 plant, prob. navelwort, Cotyledon Umbilicus, Hp.Steril. 230, Nic.Th.681, Dsc.4.91, Gal.12.41; another species, C. sterilis, Dsc.4.92.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠληδών: -όνος, ἡ, πᾶσα κοιλότης ἔχουσα τὸ σχῆμα ποτηρίου· 1) ἐν τῷ πληθ., αἱ μυζητικαὶ θηλαὶ ἢ ὀφθαλμοὶ ἐπὶ τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος, Ὀδ. Ε. 433, κατ’ Ἐπικ. δοτ., πρὸς κοτυληδονόφιν· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 9, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13, Ἀθήν. 479Β· ― ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 27. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ἀγγεῖά τινα κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Γαλην. Λεξ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4, κ. ἀλλ.· πρβλ. Föes Oecon. 3) κοτύλη 2, ἡ κοιλότης, ἐν ᾗ κινεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1495, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2. 4) τὸ κοίλωμα ποτηρίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 547. 5) φυτόν τι, πιθαν. ὀμφαλοβοτάνη, Νικ. Θηρ. 681, Διοσκ. 4. 92.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
cavité, creux, particul. :
1 creux d’une tasse, d’une coupe;
2 cavité où s’emboîte l’os de la hanche;
3 sorte de plante, vulg. le nombril de Vénus;
4 pl. v. κοτυληδόνες.
Étymologie: κοτύλη.

English (Autenrieth)

όνος, dat. pl. κοτυληδονόφιν: pl., suckers at the ends of the tentaculae of a polypus, Od. 5.433†.

Greek Monotonic

κοτῠληδών: -όνος, ἡ, οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλου.
I. 1. στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (πλεκτάναι) στο χταπόδι, στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. κοτυληδονόφιν. 2. = κοτύλη 2, κοίλωμα μηρού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠληδών: όνος ἡ
1) Arph., Arst. = κοτύλη 3;
2) Hom., Arst. = κοτύλη 5;
3) pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst.