προσαγόρευσις
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
εως, ἡ,
A address, greeting, Men.381; ἡ π. τῶν Ἀθηναίων D.H.Comp.25, cf. Epict.Ench.25.1, Plu.Fab.17, etc.; in a letter, Id.Pyrrh.6.
German (Pape)
[Seite 747] ἡ, das Anreden, Benennen, Begrüßen; Luc. pro lapsu 8; Plut. Fab. 17 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγόρευσις: ἡ, προσφώνησις, χαιρετισμός, ἀσπασμός, Μένανδρος ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, Πλουτ. Φάβ. 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’interpeller, d’appeler par son nom ou de saluer qqn ; action de s’adresser à qqn au commencement d’une lettre.
Étymologie: προσαγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰγόρευσις: εως ἡ обращение, привет(ствие) Luc.: ἡ συνήθης γεγραμμένη π. Plut. обычное письменное приветствие.