προλάκκιον

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάκκιον Medium diacritics: προλάκκιον Low diacritics: προλάκκιον Capitals: ΠΡΟΛΑΚΚΙΟΝ
Transliteration A: prolákkion Transliteration B: prolakkion Transliteration C: prolakkion Beta Code: prola/kkion

English (LSJ)

τό,

   A ante-chamber, Arist.PA675a13.

German (Pape)

[Seite 732] τό, Vorsumpf, Behältniß in der Erde vor einem größern, Arist. part. anim. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προλάκκιον: τό, λάκκος μικρότερος πρὸ ἄλλου μεγαλειτέρου Ἀριστ. Π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάκκος + επίθημα -ιον].

Russian (Dvoretsky)

προλάκκιον: τό маленький водоем или болотце (находящееся перед большим) Arst.