προσλέγω

From LSJ
Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλέγω Medium diacritics: προσλέγω Low diacritics: προσλέγω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΓΩ
Transliteration A: proslégō Transliteration B: proslegō Transliteration C: proslego Beta Code: prosle/gw

English (LSJ)

   A say in addition, Luc.Pseudol.31:—Med., 1 aor. προσελεξάμην, Dor. ποτ-, τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ' addressed, accosted, Theoc. 1.92, cf. A.R.4.833: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took evil counsel with himself, meditated evil, Hes.Op.499.    II v. προσλέχομαι.

German (Pape)

[Seite 772] (s. λέγω), 1) dazu, dabei legen, med. sich dazu, dabei, daneben legen, καὶ προσέλεκτο, Od. 12, 34, aor. syncop., legte sich zu ihm. – 2) dazu reden, hinzusetzen, ἐκεῖνο μόνον, Luc. pseudol. 31. – Hes. O. 501 auch im med., κακὰ προσελέξατο θυμῷ, Schlimmes sprach er zu seinem Gemüthe, d. i. er machte bei sich schlimme Anschläge; u. gleich dem act., Ap. Rh. 3, 426. 4, 833; τοὺς ποτελέξατο, Theocr. 1, 92.

French (Bailly abrégé)

dire en outre, acc..
Étymologie: πρός, λέγω³.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει
2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ
3. μέσ. προσλέγομαι
απευθύνομαι σε κάποιον, του αποτείνω τον λόγο
4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» — βάζω με τον νου μου.

Russian (Dvoretsky)

προσλέγω: дор. ποτιλέγω λέγω III]
1) сверх того говорить, добавлять (ἐκεῖνο μόνον Luc.);
2) med. обращаться с речью, заговаривать (ποτιλέγεσθαί τινα Theocr.);
3) med. задумывать, затевать (κακὰ προσλέγεσθαι θυμῷ Hes.).