ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
att. c. προπράσσω.
προ-πράττω, Ion. προπράσσω tevoren doen; ptc. pass. subst. τὰ προπεπραγμένα voorafgaande gebeurtenissen.
προπράττω: атт. = προπράσσω.