συντανύω
English (LSJ)
A = συντείνω, stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ bringing together the strands of many matters in small compass, Pi.P.1.81.
Greek (Liddell-Scott)
συντᾰνύω: συντείνω, τανύω ὁμοῦ, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ, περιλαβὼν τὰς ἐκβάσεις πολλῶν γεγονότων ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, συντεμὼν εἰς ἓν καὶ συμπλέξας αὐτάς, Πινδ. Π. 1. 158.
French (Bailly abrégé)
c. συντείνω.
Étymologie: σύν, τανύω.
English (Slater)
συντᾰνῠω
1 stretch, bring together πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ (P. 1.81)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) τεντώνω κάτι μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τανύω «τείνω, τεντώνω»].
Greek Monotonic
συντᾰνύω: μέλ. -ύσω [ῠ], = συντείνω, τεντώνω μαζί· πολλῶν πείρατα συντανύσαις (Δωρ. αντί -ύσας), αυτός που ανακεφαλαιώνει τις εκβάσεις πολλών συμβάντων και οδηγείται σε ένα συμπέρασμα συμπλέκοντάς τις, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντᾰνύω [σύν, τανύω] bijeenbrengen. Pind. P. 1.81.
Russian (Dvoretsky)
συντᾰνύω: (= συντείνω) стягивать, сводить вместе (πολλῶν πείρατα Pind.).