τεκνοποιέω
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
in Act., of the woman,
A bear children, in Med., of the man, beget them, cf. X.Mem.2.2.4 and 5; μὴ τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἔλλης γυναικός PEleph.1.9 (iv B.C.) (but D.S. reverses this usage, cf. 1.73, 4.29); Med., of both parents, breed children, X.Mem.4.4.22 sq., Arist.HA585b10; in Med., also, have children begotten for one, X.Lac.1.7, LXX Ge.16.2, 30.3, POxy.465.154 (ii A.D.). II Med., of birds, Arist.HA597a11. III Med., adopt a child, UPZ4.5 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder machen, gebären, med. erzeugen, Xen. Lac. 1, 7 Mem. 2, 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοποιέω: ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, τίκτω, γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, παράγω τέκνα, «κάμνω παιδιά», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, κάμνω νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enfanter;
Moy. τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.
Étymologie: τεκνοποιός.
Greek Monotonic
τεκνοποιέω: μέλ. τεκνοποιήσω, (τεκνοποιός), στην Ενεργ., λέγεται για γυναίκα, γεννώ παιδιά· στη Μέσ., λέγεται για άνδρα, παράγω παιδιά, σε Ξεν.· στη Μέσ. και για τους δυο γονείς, αναπαράγομαι, κάνω παιδιά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοποιέω: чаще med. рождать детей Xen., Arst., Plut.