Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόλιθος

From LSJ
Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλῐθος Medium diacritics: ὑπόλιθος Low diacritics: υπόλιθος Capitals: ΥΠΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: hypólithos Transliteration B: hypolithos Transliteration C: ypolithos Beta Code: u(po/liqos

English (LSJ)

ον,

   A stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.

German (Pape)

[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].

Greek Monotonic

ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).