φρενόπληκτος

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενόπληκτος Medium diacritics: φρενόπληκτος Low diacritics: φρενόπληκτος Capitals: ΦΡΕΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phrenóplēktos Transliteration B: phrenoplēktos Transliteration C: frenopliktos Beta Code: freno/plhktos

English (LSJ)

ον,

   A stricken in mind, frenzied, ib.1054(anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

φρενόπληκτος: -ον, (πλήσσω), ὁ τὰς φρένας πληγείς, παράφρων, Αἰσχύλ. Προμ. 1054.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’esprit frappé.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / φρενόπληκτος, -ον, ΝΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, σιδηρό-πληκτος].

Greek Monotonic

φρενόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενόπληκτος: пораженный безумием Aesch.