φοιταλιώτης
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ου, ὁ, epith. of Bacchus,
A the maddener, AP9.524.22.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu agité ou vagabond (ép. de Dionysos).
Étymologie: φοιτάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. νησ-ιώτης)].
Greek Monotonic
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, λέγεται για το Βάκχο, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φοιτᾰλιώτης: ου adj. блуждающий, странствующий (эпитет Диониса) Anth.