παιδοκτόνος

From LSJ
Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοκτόνος Medium diacritics: παιδοκτόνος Low diacritics: παιδοκτόνος Capitals: ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: paidoktónos Transliteration B: paidoktonos Transliteration C: paidoktonos Beta Code: paidokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying one's children, S.Ant.1305, E.HF 835: generally, slaying offspring, Opp.H.5.586.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder mordend; Soph. Ant. 1305; Eur. Herc. Fur. 835; sp. D., wie Philp. 42 (Plan. 137), von der Medea.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκτόνος: -ον, ὁ φονεὺς τῶν ἑαυτοῦ παίδων, Σοφ. Ἀντ. 1305, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 835· - παιδοκτονέω, φονεύω τέκνα, αὐτόθι 1280, Ἐκκλ.· - παιδοκτονία, ἡ, φόνος τέκνων, Φίλων 2. 27, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des enfants ou ses enfants.
Étymologie: παῖς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ παιδοκτόνος, -ον)
1. αυτός που φονεύει τα παιδιά του
2. αυτός που φονεύει μικρά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

παιδοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει παιδιά, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοκτόνος: II ὁ детоубийца Soph.
детоубийственный (ταραγμοί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοκτόνος -ον [παῖς, κτείνω] kinderen vermoordend.