κυΐσκω

From LSJ
Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

German (Pape)

[Seite 1525] nur praes. u. impf., schwanger machen, schwängern, Himer. – Gew. pass. praes. empfangen, schwanger, trächtig werden, bes. von Thieren; Her. 2, 93. 4, 30; Plat. Theaet. 149 b; Arist. H. A. 6, 18 u. öfter, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 tr. féconder ; Pass. être fécondée, concevoir;
2 intr. être fécondée, être ou devenir grosse.
Étymologie: κυέω.

Greek Monolingual

κυΐσκω (AM)
1. καθιστώ έγκυο
2. (ενεργ. και παθ.) κυοφορώ («αὐτὴ κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. (για φυτό) κυΐσκομαι
γονιμοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ «είμαι έγκυος» + επίθημα εναρκτικών ρ. -(ί)σκω (πρβλ. στερ-ίσκω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυΐσκω [~ κύω, κυέω] act. en (meestal) med. zwanger worden:. ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυΐσκεσθαι wanneer zij de drang krijgen om zich voort te planten Hdt. 2.93.1; ἔτι κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα nog in staat zwanger te worden en te baren Plat. Tht. 149b.