παραρτέομαι
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
Ion. Verb (cf. ἀρτέομαι) only Med., I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42 ; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10. II abs., prepare, hold oneself in readiness, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108, cf. 81 ; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), ἐν χρήσει μόνον ὡς μέσ., Ι. ἐπὶ μεταβ. σημασ., παρασκευάζω πρὸς χρῆσίν μου, ἑτοιμάζω, τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν, ἐνησχολεῖτο εἰς παρασκευήν, Ἡρόδ. 7.2 0, πρβλ. 142., 8. 76., 9. 42· οὕτω, π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Ἀρρ. Ἰνδ. 27. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Ἡρόδ. 8. 108, πρβλ. 81· πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον ὁ αὐτ. 9. 29.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
c. παραρτάω.
Greek Monotonic
παραρτέομαι: Ιων. ρήμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), Μέσ.
I. μτβ., παρασκευάζω κάτι για κάποιον, παραρτέετο στρατίην, ασχολήθηκε με την προετοιμασία του στρατεύματος, σε Ηρόδ.
II. με Παθ. σημασία, βρίσκομαι σε επιφυλακή, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αρτέομαι, alleen Ion. praes. en imperf. met acc. voorbereiden:. στρατίην een veldtocht Hdt. 7.20.1. intrans. zich voorbereiden:. ὡς ἀλεξησόμενοι om zich te verdedigen Hdt. 8.81.