προϋπεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 08:25, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπεργάζομαι Medium diacritics: προϋπεργάζομαι Low diacritics: προϋπεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΫΠΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proüpergázomai Transliteration B: proupergazomai Transliteration C: proypergazomai Beta Code: prou+perga/zomai

English (LSJ)

   A prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.

German (Pape)

[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.

Greek Monolingual

Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].

Russian (Dvoretsky)

προϋπεργάζομαι: заранее подготовлять (τι Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋπεργάζομαι voorbewerken.