συγγραμμάτιον
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.
German (Pape)
[Seite 962] τό, dim. von σύγγραμμα, Büchlein, kleine Schrift, Luc. Herod. 1.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκιαν. Ἡρόδ. 1, Λογγῖν. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σύγγραμμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.
Russian (Dvoretsky)
συγγραμμάτιον: (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραμμάτιον -ου, τό [σύγγραμμα] geschriftje, boekje.