ψευδόφημος

From LSJ
Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόφημος Medium diacritics: ψευδόφημος Low diacritics: ψευδόφημος Capitals: ΨΕΥΔΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: pseudóphēmos Transliteration B: pseudophēmos Transliteration C: psevdofimos Beta Code: yeudo/fhmos

English (LSJ)

ον,

   A falsely uttered, S.OC1517.

German (Pape)

[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].

Greek Monotonic

ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόφημος: ложно пророчащий Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd.