συνδιασκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 13:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

German (Pape)

[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.

Russian (Dvoretsky)

συνδιασκέπτομαι: совместно рассматривать, вместе исследовать (τί τινι Plat.).