Κανδαύλης

From LSJ
Revision as of 00:21, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κανδαύλης Medium diacritics: Κανδαύλης Low diacritics: Κανδαύλης Capitals: ΚΑΝΔΑΥΛΗΣ
Transliteration A: Kandaúlēs Transliteration B: Kandaulēs Transliteration C: Kandaylis Beta Code: *kandau/lhs

English (LSJ)

ὁ, Lydian name for Hermes, expld. as

   A dog-throttler, Hippon.1; name of a Lydian king, Hdt.1.7, al.

Greek Monolingual

Κανδαύλης, ὁ (Α)
1. λυδική ονομασία του Ερμή
2. όνομα Λυδού βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν-ός + ἄγχω «πνίγω, στραγγαλίζω». Ο Ερμής δηλ. εθεωρείτο προστάτης του παιχνιδιού τών ζαριών, ενώ το κύων πέρα από «σκύλος» σήμαινε και «κακή ζαριά». Η επίκληση λοιπόν κυνάγχα στον Ερμή αποσκοπούσε στο να «στραγγαλιστεί ο κύων», στο να αποφευχθεί δηλ. ή να εξουδετερωθεί η κακή ζαριά. Ανάλογη περίπτωση είναι και το αρχ. ινδ. svaghnin < svan- «σκύλος» αλλά και «κακή ζαριά» + -ghn-in «φονεύς». Το Κανδαύλης, επομένως, χρησιμοποιούμενο κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σύνθ. < καν- (από ΙΕ ρίζα kwon- «σκύλος», πρβλ. λατ. canis «σκύλος») + -δαυ- (από ΙΕ ρίζα dhau- «πνίγω, πιέζω», πρβλ. αρχ. σλαβ. daviti «στραγγαλίζω») + επίθημα -λᾱ- (< ΙΕ -lā-)].

Russian (Dvoretsky)

Κανδαύλης: ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her.

Frisk Etymological English

ου
Grammatical information: m.
Meaning: Voc. Κανδαῦλα, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] *dhau- (= *dheh₂u-?) strangle
Etymology: - Acc. to Hippon. = Κυνάγχα (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (Ἐρμῆς Τύχων) and as term of dice-playing with Skt. śva-ghnín- prop. "dog-killer" (κύων = śvan- name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. Θαύλιος (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on Κανδαύλης Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct).