κουρίξ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
Adv., (κουρά)
A by the hair, ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od.22.188; κ. ἑλκομένη A.R.4.18.
Greek (Liddell-Scott)
κουρίξ: Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς κόμης, «κουρὶξ τῶν ἅπαξ εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς κόμης λαβέσθαι, ἔνιοι δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν εἴσω κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
par les cheveux.
Étymologie: κουρά.
English (Autenrieth)
adv., by the hair, Od. 22.188†.
Greek Monolingual
κουρίξ (Α)
επίρρ.
1. από την κόμη, από τα μαλλιά («ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ», Ομ. Οδ.)
2. νεανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επιρρμ. κατάλ. -ίξ (πρβλ. επιμ-ίξ)].
Greek Monotonic
κουρίξ: επίρρ. (κουρά), από τα μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κουρίξ: adv. (схватив) за волосы: ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κ. Hom. (Одиссей с Эвмеем) втащили его за волосы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρίξ [κουρά] adv., bij de haren.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: Unknown. ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κ. (χ 188), κ. ἑλκομένη (A. R. 4, 18), κ. αἰνυμένους (H.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From κουρά after the adv. in -(ί)ξ (Schwyzer 620, Chantraine Gramm. hom. 1, 250), meaning uncertain. Acc. to Aristarch = τῆς κόμης ἐπιλαβόμενοι, i. e. (taking) at the hairs, at the crown, which is immediately understandable, though κουρά = `hair, crown' raises some doubts. Acc. to others (Bq s. v., WP. 2, 583) prop. `taking (the crown) as in shaving, what fits the usual meaning of κουρά better. - Wrong interpretations (κόρση, root of κάρα) in Bq.