ξυστάρχης
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ου, ὁ, (ξυστός)
A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς . . στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.
German (Pape)
[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.
Greek Monolingual
ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ-άρχης].