ἱπποδέτης

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδέτης Medium diacritics: ἱπποδέτης Low diacritics: ιπποδέτης Capitals: ΙΠΠΟΔΕΤΗΣ
Transliteration A: hippodétēs Transliteration B: hippodetēs Transliteration C: ippodetis Beta Code: i(ppode/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A binding horses, ῥυτήρ S.Aj.241 (anap.); epith. of Heracles at Thebes and Onchestos, Paus.9.26.1.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, das Pferdeband, der Riemen, an dem man das Pferd hält, Soph. Ai. 237; Ἡρακλῆς hieß so in Theben, Paus. 9, 26, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων ἵππους, ἱπποδέτην ῥυτῆρα Σοφ. Αἴ. 241· ἐπίθετ. τοῦ Ἡρακλέους ἐν Θήβαις καὶ Ὀγχηστῷ, Παυσ. 9. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui sert à attacher les chevaux.
Étymologie: ἵππος, δέω.

Greek Monolingual

ἱπποδέτης, ὁ (Α)
1. αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», Σοφ.)
2. επίθ. του Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δέτης (< δέω [ΙΙ])].

Greek Monotonic

ἱπποδέτης: -ου, ὁ (δέω, δένω), αυτός που δένει τα άλογα, καπίστρι, χαλινάρι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποδέτης: ου adj. служащий для привязывания лошади (ῥυτήρ Soph.).

Middle Liddell

ἱππο-δέτης, ου, [δέω1]
binding horses, Soph.