ἡμίσεια

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσεια Medium diacritics: ἡμίσεια Low diacritics: ημίσεια Capitals: ΗΜΙΣΕΙΑ
Transliteration A: hēmíseia Transliteration B: hēmiseia Transliteration C: imiseia Beta Code: h(mi/seia

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,

   A v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.

Middle Liddell

ἡμίσεια, ἡ, [v. sub ἥμισυς.]