πολυέραστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A much-loved, X.Ages. 6.8 (Sup.), D.S.37.2.
German (Pape)
[Seite 662] vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέραστος: -ον, ὁ πολὺ ἐραστός, ἀγαπητός, Ξεν. Ἀγησ. 6, 8, Διόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 391. 41.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très aimé.
Étymologie: πολύς, ἐράω.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι-έραστος, φιλ-έραστος].
Greek Monotonic
πολυέραστος: -ον, πολύ αγαπητός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυέραστος: горячо любимый Xen., Diod.