ἀστρολογία

From LSJ
Revision as of 13:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρολογία Medium diacritics: ἀστρολογία Low diacritics: αστρολογία Capitals: ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: astrología Transliteration B: astrologia Transliteration C: astrologia Beta Code: a)strologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A astronomy, X.Mem.4.7.4, Isoc.11.23; a branch of mathematics, Arist. Ph.193b26, Metaph.989b33, cf.997b35; γεωμετρίατε καὶ ἀ. Vit.Philonid. p.4 C.; ἀ. ναυτική Arist.APo.78b40.    2 later, astrology, S.E.M. 5.1.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρολογία: ἡ, ἀστρονομία, Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· κλάδος τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. ἀστρολογία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρολόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 astronomía νεωτέρους ... ἐπ' ἀστρολογίᾳ ... διατρίβειν ἔπεισεν Isoc.11.23, cf. Arist.Pol.1259a11 (= Thal.A 10), Arist.APo.78b40, Aristox.Harm.40.1, X.Mem.4.7.4, Plb.9.14.5, Vit.Philonid.p.945
como una parte de la Física, Arist.Ph.193b26
Ναυτικὴ ἀ. tít. de una obra de Tales, D.L.1.23 (= Thal.A 1), Ἀ. tít. de una obra de Cleóstrato, Cleostratus 1-4, de Arato, Arat.SHell.88.
2 astrología Cic.Diu.2.42.87, S.E.M.5.1.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρολογία) αστρολόγος
η τέχνη που προσπαθεί να προσδιορίσει την επίδραση των άστρων στη ζωή των ατόμων και των γεγονότων
αρχ.
1. η αστρονομία
2. κλάδος των μαθηματικών (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἀστρολογία: ἡ, αστρονομία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρολογία: ἡ учение о небесных светилах, астрономия Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀστρολόγος
astronomy, Xen.