ἀλαβαστοθήκη
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
German (Pape)
[Seite 88] ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστροθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη διὰ κοσμήματα ἐξ ἀλαβάστρου, Δημ. 415. 5· καθόλου, μικρὸν κιβώτιον ἢ κίστη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 463· ἴδε ἀλάβαστρος.
French (Bailly abrégé)
c. ἀλαβαστροθήκη.
Greek Monolingual
ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.
Greek Monotonic
ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη για κοσμήματα από αλάβαστρο, σε Δημ.