ὀρχηθμός

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχηθμός Medium diacritics: ὀρχηθμός Low diacritics: ορχηθμός Capitals: ΟΡΧΗΘΜΟΣ
Transliteration A: orchēthmós Transliteration B: orchēthmos Transliteration C: orchithmos Beta Code: o)rxhqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dance, φιλοπαίγμων Od.23.134 ; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Il.13.637, cf. Od.8.263, Hes.Sc.282, v.l. in h.Ap. 149 ; cf. ὀρχησμός.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηθμός: ὁ, ὄρχησις, χορός, φιλοπαίγμων Ὀδ. Ψ. 134· μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, πρβλ. Ὀδ. Θ. 263, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 282· ― ὁ Ἀττ. τύπος ὀρχησμὸς (ἐν τῷ πληθ.) ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 376, Πανυάσ. παρ’ Ἀθην. 37Β. Ἀνθ. Π. 6. 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chœur, danse.
Étymologie: ὀρχέω.

English (Autenrieth)

dancing, choral dance.

Greek Monolingual

ὀρχηθμός, ὁ (Α)
χορός, όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχη-θμός)].

Greek Monotonic

ὀρχηθμός: ὁ (ὀρχέομαι), το να χορεύει κάποιος, χορός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρχηθμός: атт. ὀρχησμός ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc.

Middle Liddell

ὀρχηθμός, οῦ, ὁ, ὀρχέομαι
a dancing, the dance, Hom.