πηχυαῖος

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηχῠαῖος Medium diacritics: πηχυαῖος Low diacritics: πηχυαίος Capitals: ΠΗΧΥΑΙΟΣ
Transliteration A: pēchyaîos Transliteration B: pēchyaios Transliteration C: pichyaios Beta Code: phxuai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.

German (Pape)

[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
long, large, etc. d’une coudée.
Étymologie: πῆχυς.

Greek Monolingual

-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πηχυαῖος: -α, -ον (πῆχυς), αυτός που έχει το μήκος ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πηχῠαῖος: размером в один пехий (локоть) Her., Plat., Polyb., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηχυαῖος -α -ον [πῆχυς] één el lang:. ὅσον τε πηχυαῖα ἀγάλματα νευρόσπαστα poppetjes van ongeveer een el groot die door touwen worden bewogen (d.w.z.\n marionetten) Hdt. 2.48.2; ξύλον πηχυαῖον een stuk hout van een el lang Hp. Fract. 8.

Middle Liddell

πηχυαῖος, η, ον πῆχυς
a cubit long, Hdt., Plat.