φιλοδέσποτος

From LSJ
Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδέσποτος Medium diacritics: φιλοδέσποτος Low diacritics: φιλοδέσποτος Capitals: ΦΙΛΟΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: philodéspotos Transliteration B: philodespotos Transliteration C: filodespotos Beta Code: filode/spotos

English (LSJ)

ον,

   A loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, cringing slaves, Hdt.4.142, cf. Com.Adesp.24.13 D.; φύσει φ. D.S.17.66; φιλόδουλοι καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10; δῆμος φ. Thgn.849; in good sense, φ. ἀπελεύθερος MAMA4.336 (Eumeneia); of dogs, Plu. 2.491c: τὸ φ. Luc.Fug.16; φ. θεραπεῖαι Ph.1.474: as Subst., title of plays by Timostratus, AB80 (where dat. -τῃ), Theognetus, Ath. 14.616a, and Sogenes, IG22.2323.157.

German (Pape)

[Seite 1279] seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδέσποτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, Πολυδ. Γ΄, 74· δῆμος φ. Θέογν. 847 (πρβλ. φιλόδουλος)· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime son maître ; τὸ φιλοδέσποτον l’amour pour un maître.
Étymologie: φίλος, δεσπότης.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον
η φιλοδεσποτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο-δέσποτος].

Greek Monotonic

φῐλοδέσποτος: -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, δούλοι που αποδέχονται τα δεσμά τους, σε Ηρόδ.· δῆμος φιλοδέσποτος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδέσποτος: любящий своего хозяина (ἀνδράποδα Her.; οἰκέται, κύων Plut.).

Middle Liddell

φῐλο-δέσποτος, ον,
loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, Hdt.; δῆμος φ. Theogn.