ἀπαίτησις

From LSJ
Revision as of 16:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίτησις Medium diacritics: ἀπαίτησις Low diacritics: απαίτησις Capitals: ΑΠΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: apaítēsis Transliteration B: apaitēsis Transliteration C: apaitisis Beta Code: a)pai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A demanding back, Hdt.5.85; Ἑλένης ἀ., name of a play by S.; ἀ. ποιεῖσθαι make a formal demand, D.33.26, cf.POxy.272.13 (i A.D.); claim, right to demand a thing, τινὸς ἔχειν ἀ. ἀπὸ τῆς πόλεως IG9(1).61 (Daulis).

German (Pape)

[Seite 275] ἡ, das Zurückfordern, Her. 5, 85; ποιεῖσθαι Dem. 33, 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τὸ ὀφειλόμενον, τὸ νὰ ζητῇ τις νὰ λάβῃ τι ὀπίσω, Ἡρόδ. 5. 85· Ἑλένης ἀπ. ὄνομα ἀπολεσθέντος δράματος τοῦ Σοφοκλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ποιοῦμαι ἀπαίτησιν πρὶν ἢ προβῶ διὰ τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ, Δημ. 901. 1.: - ἀπαίτησις, ἀξίωσις, δικαίωμα ἀπαιτήσεως, τινος ἀπό τινος Συλλ. Ἐπιγρ.1732 β. 25.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réclamation, demande instante, prétention.
Étymologie: ἀπαιτέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 reclamación (οἱ Ἀθηναῖοι ... ἀπαίτεον τὰ ἀγάλματα) ... μετὰ τὴν ἀ. Hdt.5.85, Ἑλένας ἀ. tít. de una obra de Baquílides, B.15, Ἑλένης ἀ. tít. de una obra de Sófocles, S.Fr.176-180, ποιεῖσθαι ref. a un depósito, D.33.26, ref. a dinero, Plu.2.206f, ref. a una dote BGU 1102.25 (I a.C.), PIFAO 3.5.15 (II d.C.), en gener. LXX Soph.3.5
ret. ἐλέγχων ἀ. petición de pruebas Hermog.Stat.18, Fortunat.Rh.105.10.
2 derecho de reclamación τούτου ἔχειν ἀπαίτησιν ... ἀπὸ τῆς ... πόλεως tener derecho a reclamar esto de la ciudad, IG 9(1).61.72 (Daulis II d.C.)
exigencia πρὸς τὴν τῶν παρόντων ἀπαίτησιν D.C.41.43.4.

Greek Monotonic

ἀπαίτησις: -εως, ἡ, η απαίτηση κάποιου να του επιστραφεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπαίτησιν ποιεῖσθαι, προβάλλω επίσημη απαίτηση πριν προχωρήσω μέσω της δικαστικής οδού, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαίτησις: εως ἡ требование (о возврате) Her., Dem.

Middle Liddell

[from ἀπαιτέω
a demanding back, Hdt.; ἀπ. ποιεῖσθαι to make a formal demand, Dem.