ἄψαυστος

From LSJ
Revision as of 20:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψαυστος Medium diacritics: ἄψαυστος Low diacritics: άψαυστος Capitals: ΑΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápsaustos Transliteration B: apsaustos Transliteration C: apsafstos Beta Code: a)/yaustos

English (LSJ)

ον,

   A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41.    II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).

Greek (Liddell-Scott)

ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).

Greek Monolingual

ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.

Greek Monotonic

ἄψαυστος: -ον (ψαύω
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄψαυστος: 1) нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2) не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3) неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).

Middle Liddell

ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.