γύλιος

From LSJ
Revision as of 20:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene (ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

γύλιος: ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, εἶδος μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 ὡσαύτως γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.
Étymologie: DELG étym. douteuse ; pê rapport avec γύαλον.

Russian (Dvoretsky)

γύλιος: или γῠλιός ὁ солдатская походная сумка, ранец Arph.

Middle Liddell

a long-shaped wallet, Ar.