δοριπτοίητος
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ον,
A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).
Greek (Liddell-Scott)
δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.
Spanish (DGE)
-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).
Greek Monolingual
δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.
Greek Monotonic
δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).