ἔκκρουστος

From LSJ
Revision as of 21:42, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκρουστος Medium diacritics: ἔκκρουστος Low diacritics: έκκρουστος Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ékkroustos Transliteration B: ekkroustos Transliteration C: ekkroustos Beta Code: e)/kkroustos

English (LSJ)

ον,

   A beaten out, embossed, A.Th.542.

German (Pape)

[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.

Spanish (DGE)

-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.

Greek Monolingual

ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.

Greek Monotonic

ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκρουστος: изображенный в виде рельефа, чеканной работы (δέμας, sc. Σφιγγός Aesch.).

Middle Liddell

ἔκκρουστος, ον
beaten out, embossed, Aesch.