ἐνεσία

From LSJ
Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεσία Medium diacritics: ἐνεσία Low diacritics: ενεσία Capitals: ΕΝΕΣΙΑ
Transliteration A: enesía Transliteration B: enesia Transliteration C: enesia Beta Code: e)nesi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίημι)

   A suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, s. ἐννεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.

Greek Monolingual

ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.

Greek Monotonic

ἐνεσία: Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση, εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης, κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐνίημι
a suggestion, κείνης ἐννεσίῃσι (epic dat. pl.) at her suggestion, Il.