ἐπικαταρριπτέω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A throw down after, ἑαυτάς X.An.4.7.13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jeter ensuite sur.
Étymologie: ἐπί, καταρριπτέω.
Greek Monotonic
ἐπικαταρριπτέω: καταρρίπτω κατόπιν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρριπτέω: (вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать (αἱ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα καὶ ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν Xen.).