συνθρύπτω
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.
Greek (Liddell-Scott)
συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.
French (Bailly abrégé)
briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.
English (Strong)
from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].
Greek Monotonic
συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συνθρύπτω: досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θρύπτω geheel in stukken breken, met acc.; overdr. breken, vermurwen. μου τὴν καρδίαν mijn hart NT Act. Ap. 21.13.