λοχισμός

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχισμός Medium diacritics: λοχισμός Low diacritics: λοχισμός Capitals: ΛΟΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lochismós Transliteration B: lochismos Transliteration C: lochismos Beta Code: loxismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.

Greek Monolingual

λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.

Greek Monotonic

λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λοχισμός: ὁ устройство засады, помещение в засаду Plut.

Middle Liddell

λοχισμός, οῦ, ὁ, λοχίζω
a placing in ambush, Plut.