λινοπτάομαι

From LSJ
Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινοπτάομαι Medium diacritics: λινοπτάομαι Low diacritics: λινοπτάομαι Capitals: ΛΙΝΟΠΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: linoptáomai Transliteration B: linoptaomai Transliteration C: linoptaomai Beta Code: linopta/omai

English (LSJ)

(λινόπτης)

   A watch nets to see whether anything is caught, Ar.Pax 1178 (λῑν-; dub. l.).

German (Pape)

[Seite 49] auf das Netz Acht geben, ob sich Etwas fängt, Ar. Pax 1178, wo ι lang gebraucht ist.

Greek (Liddell-Scott)

λινοπτάομαι: ἀποθ., (λινόπτης) παρατηρῶ τὰ δίκτυα, παραφυλάτω ὅπως ἴδω ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178 [[[ἔνθα]] παραδόξως λῑν-].

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
avoir l’œil sur la ligne, examiner le filet.
Étymologie: λινόπτης.

Greek Monotonic

λινοπτάομαι: αποθ. (λινόπτης), παρατηρώ τα δίχτυα, βλέπω αν κάτι πιάστηκε σ' αυτά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῑνοπτάομαι: (λῑ!) пристально следить за неводом Arph.

Middle Liddell

λινοπτάομαι, λινόπτης
Dep. to watch nets, see whether anything is caught, Ar.