μουσοχαρής

From LSJ
Revision as of 04:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοχᾰρής Medium diacritics: μουσοχαρής Low diacritics: μουσοχαρής Capitals: ΜΟΥΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: mousocharḗs Transliteration B: mousocharēs Transliteration C: mousocharis Beta Code: mousoxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.

German (Pape)

[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.

Greek Monolingual

μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεο-χαρής].

Greek Monotonic

μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μουσοχᾰρής: наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве (βίοτος Anth.).

Middle Liddell

μουσο-χᾰρής, ές
delighting in the Muses, Anth.