μωρολόγος

From LSJ
Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρολόγος Medium diacritics: μωρολόγος Low diacritics: μωρολόγος Capitals: ΜΩΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mōrológos Transliteration B: mōrologos Transliteration C: morologos Beta Code: mwrolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A speaking foolishly, Arist.Phgn.810b15, Man.4.446.

German (Pape)

[Seite 226] einfältig, dumm redend, Maneth. 4, 446.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολόγος: -ον, ὁ ἀνοήτως, μωρῶς ὁμιλῶν, ὁ μωρὰ λέγων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 9, Μανέθων 4. 446.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρός, λέγω³.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μωρολόγος, -ον, Μ και μωρόλογος, -η, -ον)
αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + -λόγος].

Greek Monotonic

μωρολόγος: -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μωρολόγος: говорящий глупости Arst.

Middle Liddell

μωρο-λόγος, ον
speaking foolishly, Arist.