ἐπισπείρω

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπείρω Medium diacritics: ἐπισπείρω Low diacritics: επισπείρω Capitals: ΕΠΙΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: epispeírō Transliteration B: epispeirō Transliteration C: epispeiro Beta Code: e)pispei/rw

English (LSJ)

   A sow with seed, ὁδόν Hdt.7.115; sow upon or among, τι ἐπὶ τὰ ἄνδηρα Thphr.CP3.15.4, cf. HP7.5.4; τινί τι Id.CP2.17.3 (Pass.): metaph., ἐ. μομφὰν ἀλιτροῖς Pi.N.8.39; σοφιστικὰ ζητήματα ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.15.519 (v.l.).    2. sow again, with fresh seed, Thphr.CP2.17.10 (Pass.); sow after, ζιζάνια Ev.Matt.13.25.

German (Pape)

[Seite 981] daraufstreuen, nachsäen, Theophr.; τί, besäen, Her. 7, 115; übertr., μομφὰν ἀλιτροῖς Pind. N. 8, 39, d. i. tadeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπείρω: μέλλ. -σπερῶ, σπείρω, τὴν δὲ ὁδὸν ταύτην, τῇ βασιλεὺς Ξέρξης τὸν στρατὸν ἤλασε, οὔτε συγχέουσι Θρήϊκες οὔτ’ ἐπισπείρουσι Ἡρόδ. 7. 115· σπείρω ἐπί τινος, φυτοῖς δὲ οὖσι τοῖς τοιούτοις καὶ ἐπισπείρειν ἐπὶ τὰ ἄνδηρα δεῖ κριθὰς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15. 4· τινί τι αὐτόθι 2. 17, 3: ― μεταφ., ἐπ. μομφὰν ἀλιτροῖς Πινδ. Ν. 8. 67.

French (Bailly abrégé)

ensemencer, acc..
Étymologie: ἐπί, σπείρω.

English (Slater)

ἐπῐσπείρω
   1 sow, cast upon met. (ἐγὼ) αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39)

Greek Monolingual

ἐπισπείρω (Α) σπείρω
1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο
2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπισπείρω: μέλ. -σπερῶ, σπέρνω με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπείρω:
1) засевать, обсеменять (τόπον Her.);
2) оплодотворять (τὸν νοῦν Plut.);
3) перен. сыпать, изливать (μομφάν τινι Pind.).

Middle Liddell

fut. -σπερῶ
to sow with seed, Hdt.