κλιβανωτός
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
German (Pape)
[Seite 1453] oder κριβανωτός, = κλιβανΐτης, Alcm. bei Ath. III, 114 f.
French (Bailly abrégé)
c. κριβανωτός.
Greek Monolingual
κλιβανωτός, -ή -όν (AM, A και κριβανωτός, -ή, -όν) κλίβανος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν
έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος)
άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης
2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (Ευστ.).