ταρακτικός

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτικός Medium diacritics: ταρακτικός Low diacritics: ταρακτικός Capitals: ΤΑΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: taraktikós Transliteration B: taraktikos Transliteration C: taraktikos Beta Code: taraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

German (Pape)

[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à troubler, à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.

Greek Monolingual

ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.

Greek Monotonic

τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρακτικός:
1) приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2) вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).

Middle Liddell

τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.